энтропийный - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

энтропийный - translation to Αγγλικά


энтропийный      
adj.
entropy
entropic         
  • [[Rudolf Clausius]] (1822–1888), originator of the concept of entropy
  • steady-state]] continuous operation, an entropy balance applied to an open system accounts for system entropy changes related to heat flow and mass flow across the system boundary.
  • A [[temperature–entropy diagram]] for steam. The vertical axis represents uniform temperature, and the horizontal axis represents specific entropy. Each dark line on the graph represents constant pressure, and these form a mesh with light gray lines of constant volume. (Dark-blue is liquid water, light-blue is liquid-steam mixture, and faint-blue is steam. Grey-blue represents supercritical liquid water.)
  • Slow motion video of a glass cup smashing on a concrete floor. In the very short time period of the breaking process, the entropy of the mass making up the glass cup rises sharply, as the matter and energy of the glass disperse.
PHYSICAL PROPERTY OF THE STATE OF A SYSTEM, MEASURE OF DISORDER
Entropic; Entropy (thermodynamics); Entropically favorable; Disorder (thermodynamics); Disorder(thermodynamics); Etropy; Entropy change; Enthropy; Entropy (general concept); Molar entropy; Entropies; Entropical; Entropically; Entropie; Entrophy; Specific entropy; Antropy; Delta s; Entropy and Expansion of Universe; Interdisciplinary applications of entropy; Entropy (statistical mechanics); Entropy (mechanics); Entropymetry; Entropically disfavoured

общая лексика

энтропийный

entropic key      
энтропийный ключ энтропийный ключ
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για энтропийный
1. Все произведения погружены в общий энтропийный поток и в равной мере подвергаются девальвации смыслов.
Μετάφραση του &#39энтропийный&#39 σε Αγγλικά